ευχαριστητικός

ευχαριστητικός
εὐχαριστητικός, -ή, -ὸν [ευχαριστώ]
(Α) ευχαριστικός, αυτός που γίνεται για απόδοση ευγνωμοσύνης, για ευχαριστία.
επίρρ...
εὐχαριστητικῶς (Α)
1. με ευγνωμοσύνη
2. φρ. «εὐχαριστητικῶς ἔχω» — είμαι ευγνώμων (Φιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐχαριστητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστητικόν — εὐχαριστητικός masc acc sg εὐχαριστητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστητικῶς — εὐχαριστητικός adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”